ακουαρελίστας
From LSJ
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
Greek Monolingual
ο
ζωγράφος που χρησιμοποιεί χρώματα ακουαρέλας, υδατογράφος. [ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < γαλλ. aquarelliste].
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
ο
ζωγράφος που χρησιμοποιεί χρώματα ακουαρέλας, υδατογράφος. [ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < γαλλ. aquarelliste].