ακριτόδακρυς
From LSJ
Κέρδος πονηρὸν ζημίαν ἀεὶ φέρει → Quaestus iniquos damna consequi solent → Unehrlicher Gewinn trägt immer Strafe ein
Greek Monolingual
ἀκριτόδακρυς, -υ (Α)
αυτός που χύνει άφθονα δάκρυα
«ἀκριτόδακρυς Τάνταλος» (Ανθ. Παλ. 5, 235).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄκριτος + -δακρυς < δάκρυ].