Τάνταλος
Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau
English (LSJ)
ὁ, Tantalus, ancestor of the Pelopidae, Od.11.582, etc.;
A ξυνῆκα γὰρ τοὺς Ταντάλου κήπους τρυγῶν Com.Adesp.530:—Adj. Ταντάλειος, α, ον, also ος, ον (v. infr.), of or belonging to T., οἱ Τ. ἔκγονοι the descendants of T., E.El.1176; Πέλοψ ὁ Τ. Id.IT1, cf. 988, etc.; τιμωρία Ταντάλειος Poet. ap. Plb.4.45.6, cf. Ph.1.512; Τ. δίκας ὑποφέρειν Luc.Am.53; also Ταντᾰλ-εος, α, ον, AP5.235 (Paul. Sil.); Ταντᾰλ-ικός, ή, όν, Man.5.187: Τανταλίδης, ου, ὁ, descendant of Tantalus, A.Ag.1469 (pl., lyr.):Τανταλίς, ίδος, daughter of T., i.e. Niobe, APl.4.134 (Mel.), cf. 131 (Antip.). (Derived by Pl. from ταλάντατος in reference to his endurance of torment, or from ταλαντεία (τανταλεία codd.) in reference to the story of the rock balanced and tottering over his head, Cra.395e; by others from his proverbial wealth, τὰ Ταντάλου τάλαντ' ἐκεῖνα Men.301.6; cf. τανταλίζω.)
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
Tantale :
1 fils de Zeus, roi de Phrygie;
2 fils de Thyeste;
3 autres.
Étymologie: R. Ταλ, supporter, souffrir ; cf. τάλας, τλάω, lat. tollo.
Russian (Dvoretsky)
Τάντᾰλος: ὁ Тантал
1 сын Зевса, царь Фригии, отец Пелопа и Ниобы, участник божественных пиршеств; за разглашение Зевсовых тайн был осужден на вечный голод и вечную жажду в подземном царстве Hom., Pind., Soph., Eur., Plat.;
2 сын Тиеста, первый муж Клитемнестры, убитый Агамемноном Eur.
Greek (Liddell-Scott)
Τάνταλος: -ου, ὁ, βασιλεὺς τῆς Φρυγίας, πρόγονος τῶν Πελοπιδῶν, Ὀδ. Λ. 582 κἑξ. ― Ἐπίθετ. Ταντάλειος, α, ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸν Τάνταλον, Εὐρ. κλπ.· οἱ Ταντ. ἔκγονοι, οἱ ἀπόγονοι, τὰ τέκνα τοῦ Ταντάλου, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1176· Πέλοψ ὁ Ταντ. ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 1, πρβλ. 988, κλπ.· τιμωρία Τ. Ποιητὴς παρὰ Πολυβ. 4. 45, 6· Τ. δίκας ὑποφέρειν Λουκ. Ἔρωτ. 53· ― ὡσαύτως Ταντάλεος, α, ον, Ἀνθ. Π. 5. 2, 236· ― Τανταλικός, ή, όν, Μανέθων 5. 187· ― Τανταλίδης, ου, ὁ, υἱὸς τοῦ Ταντάλου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1469· ― Τανταλίς, ίδος, θυγάτηρ τοῦ Ταντάλου, ἡ Νιόβη, Ἀνθ. Πλαν. 134, πρβλ. 131. (Φανερῶς συγγενὲς τῷ *τλάω, τάλαντον, ταλαντεύω, ἢ διὰ τὰ μακρὰ αὐτοῦ παθήματα καὶ τὰς βασάνους ἢ διὰ τὸν μῦθον καθ’ ὃν ἐκρέματο ἢ ἵστατο ταλαντευόμενος ὑπεράνω τοῦ ὕδατος, Πλάτ. Κρατ. 395D· ἢ ὡς ἐκ τοῦ παροιμιώδους πλούτου αὐτοῦ, τὰ Ταντάλου τάλαντ’ ἐκεῖνα Μέναδρ. ἐν «Κυβερνήταις» 1. 6, πρβλ. τανταλίζω).
English (Autenrieth)
Tantalus, son of Zeus, and father of Pelops, a king of Sipylus, who revealed the secrets of the gods, and was punished in Hades, Od. 11.582 ff.
English (Slater)
Τᾰνταλος king of Lydia, father of Pelops.
1 υἱὲ Ταντάλου (O. 1.36) εἰ δὲ δή τιν' ἄνδρα θνατὸν Ὀλύμπου σκοποὶ ἐτίμασαν, ἦν Τάνταλος οὗτος (O. 1.55) ἐπειδὴ τὸν ὑπὲρ κεφαλᾶς γε Ταντάλου λίθον παρά τις ἔτρεψεν ἄμμι θεός, ἀτόλματον Ἑλλάδι μόχθον (codd.: ]νπαρατις Π: τὸν Ταντάλου coni. Heimsoeth) (I. 8.10)
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
μυθικός βασιλιάς της Φρυγίας, τον οποίο οι θεοί του Ολύμπου καταδίκασαν για την αλαζονεία του σε αιώνια πείνα και δίψα, στον Άδη, καθώς, κάθε φορά που επιχειρούσε να γευθεί έναν καρπό ή να πιει νερό, αυτά εξαφανίζονταν αμέσως από κοντά του
νεοελλ.
1. ως προσηγ. ο τάνταλος
ζωολ. γένος πελαγόμορφων πτηνών με λευκό και ερυθρό πτέρωμα και μελανά στίγματα, το οποίο ζει στις τροπικές περιοχές
2. φρ. «μαρτύριο του Ταντάλου» — η αιώνια πείνα και δίψα στις οποίες καταδικάστηκε ο βασιλιάς Τάνταλος και, κατ' επέκτ., κάθε σκληρή τιμωρία που θυμίζει την παραπάνω καταδίκη
αρχ.
παροιμ. φρ. «ἐπειδὴ τὸν Ταντάλου λίθον τῆς κεφαλῆς ἀπετινάξαμεν» — λεγόταν για ενδεχόμενο σοβαρό κίνδυνο (λεξ. Σούδα).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολ. Αν υποτεθεί ότι το ανθρωπωνύμιο είναι ελλ. προέλευσης, κατά την επικρατέστερη άποψη έχει σχηματιστεί με εκφραστικό διπλασιασμό από το θ. ταλ- της δισύλλαβης ρίζας ταλα- του ταλάσσαι (πρβλ. ταλα-εργός, βλ. λ. τάλας) και ανομοιωτική τροπή του πρώτου -λ- σε -ν-: Τάνταλος < Τάλ-ταλ-ος. Σύμφωνα με αυτήν την άποψη, το ανθρωπωνύμιο σήμαινε αυτόν που σηκώνει, που κουβαλάει μεγάλο βάρος (πρβλ. Ἄτλας). Κατ' άλλη άποψη, το ανθρωπωνύμιο έχει σχηματιστεί από το υπερθετικό ταλάντατος του τάλας και έχει τη σημ. του πάρα πολύ δοκιμασμένου, του βασανισμένου. Ωστόσο, πολλή πιθανή είναι και η άποψη ότι το ανθρωπωνύμιο δεν είναι ελληνικής προέλευσης].
Greek Monotonic
Τάντᾰλος: ὁ, βασιλιάς της Φρυγίας, πρόγονος των Πελοπιδών, σε Ομήρ. Οδ.· επίθ. Ταντάλειος, -α, -ον, αυτός που ανήκει ή αρμόζει στον Τάνταλο, σε Ευρ.· Τανταλίδης, -ου, ὁ, υιός του Ταντάλου, σε Αισχύλ.· Τανταλίς, -ίδος, κόρη του Ταντάλου, δηλ. η Νιόβη, σε Ανθ. (Από το *τλάω, πιθ. σε σχέση με τη μεγάλη αντοχή του απέναντι στα βάσανα).
Middle Liddell
Τάντᾰλος, ου,
Tantalus, king of Phrygia, ancestor of the Pelopidae, Od.
Frisk Etymology German
Τάνταλος: {Tántalos}
Grammar: m.
Meaning: Vater des Pelops, Großvater des Atreus, mythischer König von Sipylos in Kleinasien, wegen seiner Reichtümer berühmt und zur Vergeltung seiner Missetaten in der Unterwelt gestraft (seit Od.).
Derivative: Davon Τανταλίδαι m. pl. ‘Nachkommen des T.’ (A. in lyr.), -ίς f. ‘Tochter des T.’, d.h. Niobe (APl.), -ειος ‘zu T. gehörig’ (E. usw.), auch -εος (AP) und -ικός (Man.); -ῖτις f. N. einer Pflanze = Γοργόνειον, λιθόσπερμον (Ps.-Dsk.) mit Anspielung auf den Felsen, der den T. zu zerschmettern drohte (Redard 77, Strömberg Pflanz. 101). — Daneben die Verba 1. τανταλίζω schweben (Anakr.), Med. ‘wiegen?’ (Sprichwort bei Zen.), τανταλίζεται· σαλεύεται, ἐταντάλιζεν· ἔτρεμεν, ἐτανταλίχθη· ἐσείσθη H. 2. -όομαι in τανταλωθείς (S. Ant. 134 [lyr.]), nach Sch. z. St. = διατιναχθεὶς ἄνωθεν κάτω, διασεισθείς.
Etymology: Wenn idg., aus *Τάλταλος dissimiliert, mit Intensivreduplikation zu ταλα- in ταλαεργός u.a. neben ταλάσσαι, τλῆναι, τελαμών. Nach gewöhnlicher Auffassung "der Trä-ger" u. zw. des Himmelsgewölbes wie Ἄτλας und wie dies N. eines Berges (auf Lesbos bei St. Byz.); s. RE II: 4, 2224 (Schwenn) und v. Wilamowitz Glaube 1, 64 (mit Sch. E. Or. 982). — Wie sich die Verba τανταλίζω, -όομαι zu Τάνταλος verhalten, ist nicht recht klar. Wahrscheinlich wurden sie von τάλαντα semantisch beeinflußt; vgl. Pl. Kra. 396d, wo übrigens Τάνταλος als ταλάντατος "der vieles aushalten muß" (zu τάλας) gedeutet wird. — Zu τανθαλύζει (cod. ταντ-) s. τανθαρύζω.
Page 2,852