ἀκριτόδακρυς
From LSJ
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
English (LSJ)
υ, shedding floods of tears, Τάνταλος AP5.235 (Paul. Sil.).
Spanish (DGE)
(ἀκρῐτόδακρυς) -υ
que llora innumerables lágrimas Τάνταλος AP 5.236 (Paul.Sil.).
French (Bailly abrégé)
υς, υ ; gén. υος;
qui pleure abondamment.
Étymologie: ἄκριτος, δάκρυ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκρῐτόδακρυς: 2, gen. υος проливающий потоки слез (Τάνταλος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρῐτόδακρυς: υ, ὁ χέων ἄφθονα δάκρυα, Ἀνθ. Π. 5. 236.
Greek Monolingual
ἀκριτόδακρυς, -υ (Α)
αυτός που χύνει άφθονα δάκρυα
«ἀκριτόδακρυς Τάνταλος» (Ανθ. Παλ. 5, 235).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκριτος + -δακρυς < δάκρυ].
Greek Monotonic
ἀκρῐτόδακρυς: -υ, αυτός που χύνει άφθονα δάκρυα, σε Ανθ.