ακροκέφαλος
From LSJ
ᾗ μήτε χλαῖνα μήτε σισύρα συμφέρει → content neither with cloak nor rug, be never satisfied, can't get no satisfaction, be hard to please
Greek Monolingual
ο
λέγεται για το άτομο που παρουσιάζει ακροκεφαλία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < acrocephalus, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής, < ακρο- (Ι) + κεφαλή.