Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
ἀκρόρριζος, -ον (Α)αυτός που δεν έχει βαθιές ρίζες.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + -ριζος < ρίζα].