καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)
ἀκροπόλος, -ον (Α)1. αυτός που βρίσκεται στα ύψη, ο ψηλός2. ως ουσ. οἱ ἀκροπόλοιοι αρκτικοί και ανταρκτικοί κύκλοι.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + πόλος < πολῶ (-έω) «περιφέρομαι, περιπλανώμαι, συχνάζω, διαμένω, κατοικώ»].