ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
ακυρολογώ.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άκυρος + -λεκτώ < λεκτός < λέγωπιθ. με επίδραση του ακυριολεκτώ, που διαφέρει όμως σημασιολογικά].