αιολόφυλος
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
Greek Monolingual
αἰολόφυλος, -ον (Α)
αυτός που αποτελείται από διάφορες φυλές.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰόλος + -φυλος < φῦλον.