αλαφρόπετρα
From LSJ
μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)
Greek Monolingual
η
1. ελαφρός και σπογγώδης ηφαιστειογενής λίθος, η κίσηρις
2. (για πρόσωπα) ελαφρός, επιπόλαιος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλαφρο- + πέτρα.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλαφροπετρίτης].