αλευριτέλαιο

From LSJ
Revision as of 23:12, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source

Greek Monolingual

το Χημ.
ανοικτοκίτρινο ξηραινόμενο έλαιο, με χαρακτηριστική οσμή, που λαμβάνεται από τα σπέρματα τών φυτών του γένους Αλευρίτης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο ελληνικός όρος πλάστηκε < αλευρίτης + έλαιον].