αλλοτριοφαγία
From LSJ
Greek Monolingual
η (Μ ἀλλοτριοφαγία)
το να τρώγει κανείς από αυτά που ανήκουν στους άλλους και όχι στον ίδιο
νεοελλ.
οικειοποίηση, σφετερισμός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλλοτριοφάγος.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλλοτριοφαγικός].
η (Μ ἀλλοτριοφαγία)
το να τρώγει κανείς από αυτά που ανήκουν στους άλλους και όχι στον ίδιο
νεοελλ.
οικειοποίηση, σφετερισμός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλλοτριοφάγος.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλλοτριοφαγικός].