ἀλλοτριοφαγία
From LSJ
Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön
English (LSJ)
ἡ, eating at another's expense, ib.13.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
sustento a expensas de otro de los pretendientes de Penélope, Eust.1404.13.
Greek Monolingual
η (Μ ἀλλοτριοφαγία)
το να τρώγει κανείς από αυτά που ανήκουν στους άλλους και όχι στον ίδιο
νεοελλ.
οικειοποίηση, σφετερισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλοτριοφάγος.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλλοτριοφαγικός].