αλωνιάρης

Revision as of 23:20, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
1. αλωνιστής
2. στον πληθ. οι αλωνιαραίοι αυτοί που χρησιμοποιούν συνεταιρικά τα άλογά τους στο αλώνισμα, αυτοί που αλωνίζουν συνεταιρικά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλώνι + παραγ. κατάληξη -ιάρης.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλωνιάρικος].