Ἡδύ γε σιωπᾶν ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Silentium anteferendum est turpiloquentiae → Schweig lieber, als zu sagen, was sich nicht gehört
-η, -ο (Α ἀλλόδοξος, -ον) νεοελλ.
1. οπαδός άλλης θρησκείας, αλλόθρησκος
2. οπαδός άλλου θρησκευτικού δόγματος, ετερόδοξος
αρχ.
1. αυτός που έχει διαφορετική ή σφαλερή αντίληψη για κάτι
2. οπαδός άλλης σχολής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλλο- + -δοξος < δόξα.
ΠΑΡ. αλλοδοξία, αλλοδοξώ (-έω)].