Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αλλόδοξος

From LSJ
Revision as of 23:20, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἡδύ γε σιωπᾶν ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Silentium anteferendum est turpiloquentiae → Schweig lieber, als zu sagen, was sich nicht gehört

Menander, Monostichoi, 221

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀλλόδοξος, -ον) νεοελλ.
1. οπαδός άλλης θρησκείας, αλλόθρησκος
2. οπαδός άλλου θρησκευτικού δόγματος, ετερόδοξος
αρχ.
1. αυτός που έχει διαφορετική ή σφαλερή αντίληψη για κάτι
2. οπαδός άλλης σχολής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλλο- + -δοξος < δόξα.
ΠΑΡ. αλλοδοξία, αλλοδοξώ (-έω)].