αλωνοδίχαλο
From LSJ
κενὰ σκιαγραφήματα τῆς διανοίας → figments of the imagination
Greek Monolingual
το
διχαλωτό ξύλο, με το οποίο μετακινούν τα στάχυα που αλωνίζονται.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλώνι + διχάλι (Πελοπόννησος και αλλού)].
κενὰ σκιαγραφήματα τῆς διανοίας → figments of the imagination
το
διχαλωτό ξύλο, με το οποίο μετακινούν τα στάχυα που αλωνίζονται.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλώνι + διχάλι (Πελοπόννησος και αλλού)].