αλωνοδίχαλο
From LSJ
Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn
Greek Monolingual
το
διχαλωτό ξύλο, με το οποίο μετακινούν τα στάχυα που αλωνίζονται.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλώνι + διχάλι (Πελοπόννησος και αλλού)].