ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life
(και μτφ.) είμαι αλλήθωρος, βλέπω λοξά, στραβίζω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλλήθωρος.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλληθώρισμα, αλληθωρισμός].