Ἔστιν Δίκης ὀφθαλμός, ὃς τὰ πάνθ' ὁρᾷ → Die Dike hat ein Auge, das nichts übersieht → Das Recht besitzt ein Auge, welches alles sieht
η (Α ἀλόη) (νεοελλ. και αλοή και αλουή)
ονομασία διαφόρων φυτών, με θεραπευτικές ιδιότητες, από τα οποία γνωστότερη είναι η αλόη τών φαρμακείων
νεοελλ.
πικρή γεύση, φαρμάκι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Λ. άγνωστης ετυμολ. πιθανώς ανατολικής προελεύσεως.
ΠΑΡ. μσν. ἀλοηδάριον
νεοελλ.
αλοΐνες, αλοΐτης].