αμαυρωτικός

From LSJ
Revision as of 23:25, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀμαυρωτικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
αυτός που πάσχει από αμαύρωση τών οφθαλμών ή είναι επιρρεπής σ' αυτή
αρχ.
αυτός που μπορεί να προκαλέσει αμαύρωση.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμαυρῶ + παραγ. κατάλ. -τικός
η λ. πέρασε στην ξεν. επιστημονική ορολογία, πρβλ. αγγλ. amaurotic, από όπου και η νεώτερη σημασία της λ. στα νέα Ελληνικά].