κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post
ἀμβλισκάνω (Α)βλ. ἀμβλίσκω.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Παράλλ. τ. του ρήματος ἀμβλίσκω.