αμβλισκάνω

From LSJ

οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass

Source

Greek Monolingual

ἀμβλισκάνω (Α)
βλ. ἀμβλίσκω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Παράλλ. τ. του ρήματος ἀμβλίσκω.