αμετρόφωνος
From LSJ
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
ἀμετρόφωνος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν χρησιμοποιεί με μέτρο τη φωνή του
2. άμετρος στη γλώσσα, πολυλογάς, φλύαρος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄμετρος + -φωνος < φωνή.