αλογοφαγάς

From LSJ
Revision as of 23:25, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Σοφὴ σοφῶν γὰρ γίγνεται συμβουλία → Denn nur von weisen Männern stammt der weise Rat

Menander, Monostichoi, 483

Greek Monolingual

ο (θηλ. -φάγισα ή -ισσα)
1. αυτός που τρώει αλογήσιο κρέας (σε παραδόσεις ή λαϊκά παραμύθια)
2. το θηλ. α) γυναίκα φλύαρη και αδιάντροπη
β) γυναίκα ανδροπρεπής
γ) πλεονέκτρια, αχόρταγη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άλογο + φαγάς].