αλογοφαγάς
From LSJ
Menander, Monostichoi, 483
ο (θηλ. -φάγισα ή -ισσα)
1. αυτός που τρώει αλογήσιο κρέας (σε παραδόσεις ή λαϊκά παραμύθια)
2. το θηλ. α) γυναίκα φλύαρη και αδιάντροπη
β) γυναίκα ανδροπρεπής
γ) πλεονέκτρια, αχόρταγη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άλογο + φαγάς].