δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
ἀμφιγενής, -ὲς (Μ)αυτός που έχει αμφίβολο ή διπλό γένος.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + -γενὴς < γένος].