αμπελογνωσία

From LSJ
Revision as of 23:35, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423

Greek Monolingual

η
η γνώση τών σχετικών με την άμπελο ως προς την καλλιέργεια, τις ασθένειες, κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άμπελος + -γνωσία < γνώσις ή γνωτός < γιγνώσκω. Η λέξη πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον Θ. Ορφανίδη, βοτανολόγο].