διακομιστής
From LSJ
Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau
German (Pape)
[Seite 582] ὁ, der Überbringer, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διακομιστής: -οῦ, ὁ, ὁ μεταφέρων, μεταβιβάζων, ἐπιστολῶν Συνέσ. 1345Β (Migne).
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
portador γραμμάτων Synes.Ep.8, 13, cf. 69, Cyr.Al.Ep. en ACO 1.1.4 (p.20.23), τῶν παρὰ Θεοῦ νόμων Cyr.Al.M.69.497B, ἱερῶν κηρυγμάτων Cyr.Al.M.69.1061B, τῆς δάφνης anón. en St.Byz.s.u. Δειπνιάς.
Greek Monolingual
ο (AM διακομιστής) διακομίζω
αυτός που μεταφέρει επιστολές, έγγραφα, μηνύματα.