διάπικρος
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
English (LSJ)
ον, A very bitter, ὕδωρ D.S.2.48, 19.98.
Greek (Liddell-Scott)
διάπικρος: -ον, λίαν πικρός, κατάπικρος, ὕδωρ Διόδ. 2. 48.
Spanish (DGE)
-ον completamente amargo ὕδωρ D.S.2.48, 19.98.
Russian (Dvoretsky)
διάπικρος: очень горький (ὕδωρ Diod.).