διάτροπος
English (LSJ)
ον, A various in dispositions, τρόποις E.IA559 codd.
Greek (Liddell-Scott)
διάτροπος: -ον, ποικίλος τὰς διαθέσεις, εὐμετάβλητος, ἀσταθής, τρόποις Εὐρ. Ι.Α. 560.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
changeant, mobile.
Étymologie: διατρέπω.
Spanish (DGE)
-ον cambiante τρόποι E.IA 559 (cód.).
Greek Monolingual
διάτροπος, -ον (Α) διατρέπω
αυτός που τρέπεται προς διάφορες κατευθύνσεις, ευμετάβλητος, ασταθής.
Greek Monotonic
διάτροπος: -ον, ποικίλος σε διαθέσεις, ευμετάβολος, ασταθής, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
διάτροπος: разнообразный разнохарактерный (φύσεις βροτῶν Eur.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διάτροπος -ον [διατρέπω] wisselend.
Middle Liddell
διά-τροπος, ον adj
various in dispositions, Eur.