διοιδίσκομαι
English (LSJ)
A = διοιδέω, Gal.5.523.
Greek (Liddell-Scott)
διοιδίσκομαι: διοιδέω, Γαλην. 5, 185.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): tard. -σκω Steph.in Hp.Aph.3.92.5
1 hincharse, inflamarse τὰ σκέλεα ὑπὲρ τὸ χρεὼν διοιδίσκεται Hp.Mul.1.2, τὸ περιέχον αὐτὸ σύμφυτον σκέπασμα τὸ οἷον δέρμα Gal.5.523, cf. 9.190, 15.891.
2 act. fact. causar hinchazón Steph.l.c.
Greek Monolingual
διοιδίσκομαι (Α) οιδίσκομαι
αρχίζω να πρήζομαι.