διοιδέω

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διοιδέω Medium diacritics: διοιδέω Low diacritics: διοιδέω Capitals: ΔΙΟΙΔΕΩ
Transliteration A: dioidéō Transliteration B: dioideō Transliteration C: dioideo Beta Code: dioide/w

English (LSJ)

pf. and plpf., διῴδηκα, -ειν, Luc.Gall.10, Nec.18:—strengthened for οἰδέω, Hp. Art.79 (prob.), J.BJ5.12.3, Luc. Il. cc.; of the sea, Str.3.5.8: metaph. of a person, swell with anger, Ph.2.583; of a city, to be in a ferment, D.H.9.48:—Med., metaph., διοιδουμένη καὶ οὐκ ἄνευ ζηλοτυπίας Hld. 7.7.

Spanish (DGE)

1 hincharse de pers. o partes del cuerpo πολὺ ἀπονωτέρη ἡ ἐμβολὴ ἡ πρὶν διοιδεῖν ἐστίν la reducción es mucho más fácil antes de que haya hinchazón Hp.Art.79, de las hembras por efecto de la menstruación, Ar.Byz.Fr.Epit.1.11, παῖδες καὶ νεανίαι διοιδοῦντες por efecto del hambre, I.BI 5.513, διῳδήκει ἐκ τῆς φαρμακοποσίας δὴ τὰ σκέλη Luc.Nec.18, ὠχρὸς ὅλος ὢν καὶ διῳδηκώς de un enfermo, Luc.Gall.10, ἡ γλῶσσα Hippiatr.19.3, cf. Sud., de mineral en fusión, Hippol.Haer.4.28.13
del mar encresparse, levantarse en la marea alta por influjo de la luna, Str.3.5.8.
2 fig. entrar en ebullición, alborotarse ἡ πόλις ὅλη διοιδοῦσα καὶ ἀγριαινομένη D.H.9.48
de pers. hincharse, encolerizarse ὁ δ' ἔτι ... διῴδει καὶ μεστὸς ... ὀργῆς Ph.2.583, διοιδουμένη καὶ οὐκ ἄνευ ζηλοτυπίας Hld.7.7.7, διοιδούσης μοι πρὸς τὴν ἀλογίαν τῶν γινομένων ἔνδοθεν τῆς καρδίας se me inflamaba dentro el corazón a causa de lo absurdo de los acontecimientos Gr.Naz.Ep.249.19, τὸ διοιδοῦν τῆς ψυχῆς Gr.Nyss.Flacill.475.15.

French (Bailly abrégé)

διοιδῶ :
se gonfler, se soulever.
Étymologie: διά, οἰδέω.

German (Pape)

ganz aufschwellen, vom Meere, Strab. 3.5.8; vom Körper DS. 2.12; Luc. Necyom. 18 und A.; übertragen, Heliod. 7.7, zornig werden.

Russian (Dvoretsky)

διοιδέω: набухать, распухать (διοιδεῖ τὸ σῶμα Diod.; ὠχρὸς καὶ διῳδηκώς Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

διοιδέω: μέλλ. -ήσω, ἐπιτεταμ. οἰδέω, πιθ. γραφ. παρ’ Ἱππ. Ἄρθρ. 838, Λουκ. Νεκυομ. 18· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Στράβ. 173. -Μέσ., μεταφ., Ἡλιόδ. 7. 7.

Greek Monotonic

διοιδέω: μέλ. -ήσω, επιτετ. τύπος του οἰδέω, σε Λουκ.

Middle Liddell

fut. ήσω [strengthened for οἰδέω Luc.]