διοιδίσκομαι

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διοιδίσκομαι Medium diacritics: διοιδίσκομαι Low diacritics: διοιδίσκομαι Capitals: ΔΙΟΙΔΙΣΚΟΜΑΙ
Transliteration A: dioidískomai Transliteration B: dioidiskomai Transliteration C: dioidiskomai Beta Code: dioidi/skomai

English (LSJ)

= διοιδέω, Gal.5.523.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): tard. -σκω Steph.in Hp.Aph.3.92.5
1 hincharse, inflamarse τὰ σκέλεα ὑπὲρ τὸ χρεὼν διοιδίσκεται Hp.Mul.1.2, τὸ περιέχον αὐτὸ σύμφυτον σκέπασμα τὸ οἷον δέρμα Gal.5.523, cf. 9.190, 15.891.
2 act. fact. causar hinchazón Steph.l.c.

Greek (Liddell-Scott)

διοιδίσκομαι: διοιδέω, Γαλην. 5, 185.

Greek Monolingual

διοιδίσκομαι (Α) οιδίσκομαι
αρχίζω να πρήζομαι.

German (Pape)

διοιδέω, Galen.