δυσαπόδοτος

From LSJ
Revision as of 01:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσαπόδοτος Medium diacritics: δυσαπόδοτος Low diacritics: δυσαπόδοτος Capitals: ΔΥΣΑΠΟΔΟΤΟΣ
Transliteration A: dysapódotos Transliteration B: dysapodotos Transliteration C: dysapodotos Beta Code: dusapo/dotos

English (LSJ)

ον, A hard to render or define, S.E.M.7.242, Bacch.Harm.95.

German (Pape)

[Seite 676] schwer widerzugeben, zu erwidern, Sh.

Greek (Liddell-Scott)

δυσαπόδοτος: -ον, ὁ δυσκόλως ἀποδιδόμενος, ὁριζόμενος, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 242.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de definir o explicar ἡ φαντασία S.E.M.7.242, cf. Bacch.Harm.95
subst. τὰ δ. cuestiones difíciles de explicar, Didym. en Cat.Ps.118 Pal.43b.8.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δυσαπόδοτος, -ον)
αυτός που δύσκολα αποδίδεται ή ορίζεται («δυσαπόδοτες έννοιες»)
νεοελλ.
1. (για χρήματα ή πράγματα) αυτός που δύσκολα αποδίδεται ή επιστρέφεται
2. (για καλή πράξη) αυτός που δύσκολα ανταποδίδεται.

Russian (Dvoretsky)

δυσαπόδοτος: трудно выразимый, трудно определимый Sext.