Γάδειρα
From LSJ
English (LSJ)
[Γᾰ], ων, τά, Cadiz, Pi.N.4.69, etc.; Ion.Γήδειρα Hdt.4.8: Γᾰδειρίτης [ῑ], Γᾰδειρεύς, ὁ,
A a man of Cadiz, St.Byz.:—Adj. Γᾰδειρικός, ή, όν, τάριχος Eup.186, Pl.Criti.114b; or Γᾰδειραῖος, α, ον, as Γ. πορθμός the Straits of Gibraltar, Plu.Sert.8. Adv. Γᾰδειρόθεν AP 14.121 (Metrod.), Euthyd. ap. Ath.3.116c.