ζητηματικός
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
ή, όν, A = ζητητικός 2, Sch.Pl.p.212H.
Greek Monolingual
ζητηματικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αναζήτηση της αλήθειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζήτημα, -τος + καταλ. -ικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγένιο Βούλγαρη].