θαμβητός
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
ή, όν, A astonishing, Lyc.552, Maiist.1.
Greek (Liddell-Scott)
θαμβητός: -ή, -όν, προξενῶν θάμβος, ἐκπληκτικός, Λυκόφρ. 552.
Greek Monolingual
θαμβητός, -ή, -όν (Α) θαμβώ
εκπληκτικός, καταπληκτικός.