καρπίον
From LSJ
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
English (LSJ)
τό, Dim. of καρπός (A), Thphr.Od.32, BGU1120.50 (i B. C.). II vulgar name for ἐλλέβορος, Hippiatr.11. III καρπία· κλονία (fort. κλωνία), Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
καρπίον: τό, ὑποκορ. τοῦ καρπός, Θεόφρ. π. Ὀσμ. 32. ΙΙ. «ἑλλέβορον, τὸ ἰδιωτικῶς καρπίον καλούμενον» Ἱππιατρ. σ. 43, 15.
Greek Monolingual
καρπίον, τὸ (AM) [[[καρπός]] (Ι)]
μσν.
το φυτό ελλέβορος
αρχ.
1. μικρός καρπός
2. (κατά τον Ησύχ.) «καρπία
κλονία», τα ισχία.