καραιβαράω
From LSJ
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
English (LSJ)
A v. καρηβαρέω.
German (Pape)
[Seite 1325] = καρηβαρέω, Pherecr. Eustath. 1461, 27; auch bei Luc. Lex. 13 ist καραιβαρέω v. l.
Greek (Liddell-Scott)
καραιβαράω: Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 15, ἴδε καρηβαρέω.