καταβαυκάλησις
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
English (LSJ)
εως, ἡ, A lullaby, Ath.14.618e(pl.).
Greek (Liddell-Scott)
καταβαυκάλησις: -εως, ἡ, ἡ διὰ νανουρισμάτων ἀποκοίμισις τῶν παιδίων, «αἱ δὲ τῶν τιτθευουσῶν ᾠδαὶ καταβαυκαλήσεις ὀνομάζονται» Ἀθήν. 618E.