κερκουρίτης
From LSJ
Full diacritics: κερκουρίτης | Medium diacritics: κερκουρίτης | Low diacritics: κερκουρίτης | Capitals: ΚΕΡΚΟΥΡΙΤΗΣ |
Transliteration A: kerkourítēs | Transliteration B: kerkouritēs | Transliteration C: kerkouritis | Beta Code: kerkouri/ths |
[ῑ], ου, ὁ, A sailor belonging to a κέρκουρος, PSI 6.614.22 (iii B.C.).
κερκουρίτης, ὁ (Α) κέρκουρος
ναύτης που ανήκε σε μικρό, ελαφρό πολεμικό πλοίο που λεγόταν κέρκουρος.