κοιλιολυσία

Revision as of 12:45, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, (λύω) A looseness of the bowels, περὶ κοιλιολυσίαν γίνεσθαι to take laxative medicine, Cic.Att.10.13.1, cf. Sor.1.46, AB323.

German (Pape)

[Seite 1466] ἡ, Leibesöffnung, Durchfall, Cic. ad Att. 10, 13; B. A. 323.

Greek (Liddell-Scott)

κοιλιολῠσία: ἡ, (λύω) λύσις τῆς κοιλίας, διάρροια, «ὑπότριμμα... ᾧ πρὸς κοιλιολυσίαν ἐχρῶντο» Α. Β. 323, Κικ. πρ. Ἀττ. 10. 13.

Greek Monolingual

κοιλιολυσία, ἡ (Α) κοιλιολυτώ
η λύση της κοιλιάς, τών εντέρων, η διάρροια.