κοιλιολυσία

From LSJ

Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid

Menander, Monostichoi, 180
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοιλιολῠσία Medium diacritics: κοιλιολυσία Low diacritics: κοιλιολυσία Capitals: ΚΟΙΛΙΟΛΥΣΙΑ
Transliteration A: koiliolysía Transliteration B: koiliolysia Transliteration C: koiliolysia Beta Code: koiliolusi/a

English (LSJ)

ἡ, (λύω) looseness of the bowels, περὶ κοιλιολυσίαν γίνεσθαι to take laxative medicine, Cic.Att.10.13.1, cf. Sor.1.46, AB323.

German (Pape)

[Seite 1466] ἡ, Leibesöffnung, Durchfall, Cic. ad Att. 10, 13; B. A. 323.

Greek (Liddell-Scott)

κοιλιολῠσία: ἡ, (λύω) λύσις τῆς κοιλίας, διάρροια, «ὑπότριμμα... ᾧ πρὸς κοιλιολυσίαν ἐχρῶντο» Α. Β. 323, Κικ. πρ. Ἀττ. 10. 13.

Greek Monolingual

κοιλιολυσία, ἡ (Α) κοιλιολυτώ
η λύση της κοιλιάς, τών εντέρων, η διάρροια.