κορωνίης

From LSJ
Revision as of 13:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ὁ γράμματ' εἰδὼς καὶ περισσὸν νοῦν ἔχει → Qui litteras didicere, mentis plus habent → Wer schreiben kann, hat auch bedeutenden Verstand

Menander, Monostichoi, 403
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορωνίης Medium diacritics: κορωνίης Low diacritics: κορωνίης Capitals: ΚΟΡΩΝΙΗΣ
Transliteration A: korōníēs Transliteration B: korōniēs Transliteration C: koroniis Beta Code: korwni/hs

English (LSJ)

Att. κορωνίας, ου, ὁ, (κορωνιάω) A arching the neck, ἵππος ὣς κ. Semon.18 (κορωνίτης codd. EM).

Greek (Liddell-Scott)

κορωνίης: Ἀττ. -ίας, ου, ὁ, (κορωνιάω) κυρτῶν τὸν τράχηλον, ἵππος ὣς κ. Σιμων. παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 270. 45· κοινῶς κορωνίτης ἐναντίον τοῦ μέτρου· ὁ Welcker κορωνίδης.

Greek Monolingual

κορωνίης, αττ. τ. κορωνίας, ὁ (Α) κορώνη
αυτός που έχει κυρτωμένο τράχηλο.