κοραλλικός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν, A like coral, Ps.-Democr.Alch.p.56 B.; cf. κορωλλικός.
Greek Monolingual
κοραλλικός, -ή, -όν (Α) κοράλλιον
αυτός που μοιάζει με κοράλλι.
Full diacritics: κοραλλικός | Medium diacritics: κοραλλικός | Low diacritics: κοραλλικός | Capitals: ΚΟΡΑΛΛΙΚΟΣ |
Transliteration A: korallikós | Transliteration B: korallikos | Transliteration C: korallikos | Beta Code: koralliko/s |
ή, όν, A like coral, Ps.-Democr.Alch.p.56 B.; cf. κορωλλικός.
κοραλλικός, -ή, -όν (Α) κοράλλιον
αυτός που μοιάζει με κοράλλι.