κρατητής
From LSJ
ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
Full diacritics: κρᾰτητής | Medium diacritics: κρατητής | Low diacritics: κρατητής | Capitals: ΚΡΑΤΗΤΗΣ |
Transliteration A: kratētḗs | Transliteration B: kratētēs | Transliteration C: kratitis | Beta Code: krathth/s |
οῦ, ὁ, A one who holds or possesses, ἱερῶν Procl.Par.Ptol.228.
κρατητής, -oῡ, ὁ (Α) κρατώ
αυτός που κρατά κάτι, που βαστάζει ή κατέχει κάτι.