κορίσκομαι

Revision as of 13:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A = κορέννυμαι, become saturated, c. gen., ὑγρασίης Hp. Gland.6; κ. φλέγματος οἱ πνεύμονες ib.14: abs., to be irked, Id.Art.35.

Greek Monolingual

κορίσκομαι (Α)
1. γεμίζω μέχρι κόρου («κορίσκονται πολλῆς ὑγρασίης», Ιπποκρ.)
2. ενοχλούμαι, δυσαρεστούμαι, παροργίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. ενεστωτικός τ. του κορέννυμι, σχηματισμένος επίσης υποχωρητ. από το θ. κορ-ε-σ- του αορ.].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κορίσκομαι, alleen praes., verzadigd raken; er genoeg van hebben.