κροκόβαπτος

Revision as of 13:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A saffron-dyed, A.Pers.660.

German (Pape)

[Seite 1511] mit Saffran gefärbt, ποδὸς εὔμαρις Aesch. Pers. 660.

Greek (Liddell-Scott)

κροκόβαπτος: -ον, βεβαμμένος διὰ κρόκου, Αἰσχύλ. Πέρσ. 66.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
teint avec du safran, de couleur jaune.
Étymologie: κρόκος, βάπτω.

Greek Monolingual

κροκόβαπτος, -ον (Α)
ο βαμμένος με κρόκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + βαπτός (< βάπτω «βυθίζω, βουτώ»)].

Greek Monotonic

κροκόβαπτος: -ον, βαμμένος στο χρώμα του κρόκου, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κροκόβαπτος -ον [κρόκος, βάπτω] met saffraan geverfd, saffraankleurig.

Russian (Dvoretsky)

κροκόβαπτος: окрашенный в цвет шафрана (εὔμαρις Aesch.).

Middle Liddell

κροκό-βαπτος, ον
saffron-dyed, Aesch.