κουρητισμός
From LSJ
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
English (LSJ)
ὁ, A armed dancing, of the rites of the Salii, D.H.2.71.
Greek Monolingual
κουρητισμός, ὁ (Α) Κουρήτες
ο χορός τών Κουρήτων.