κόμης

From LSJ
Revision as of 13:35, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώthrift in the lees is worthless

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόμης Medium diacritics: κόμης Low diacritics: κόμης Capitals: ΚΟΜΗΣ
Transliteration A: kómēs Transliteration B: komēs Transliteration C: komis Beta Code: ko/mhs

English (LSJ)

ητος, ὁ, = Lat. A comes, κ. πρώτου βαθμοῦ CIG4361 (Side), cf. IG14.1076, Zos.5.2, Cod.Just.1.4.20, etc.: gen. pl. κομίτων IG3.635:—Adj. κομητικός, ή, όν, PLond.1.113.6c.24.

Greek (Liddell-Scott)

κόμης: ὁ, τὸ Λατ. comes, ὡς καὶ νῦν, «κόντες», κ. πρώτου βαθμοῦ Συλλ. Ἐπιγρ. 4361, κ. ἀλλ.· γεν. κόμητος, αὐτόθι 372, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

ο, θηλ. κόμησσα (AM κόμης, Μ και κόμις, -ιτος, θηλ. κόμησσα και κόμισσα και κομίτισσα)
νεοελλ.-μσν.
τίτλος ευγενείας μετά τον μαρκήσιο ή τον δούκα
μσν.
αρχηγός στόλου
μσν.-αρχ.
τίτλος αξιωματούχων της ρωμαϊκής αυλής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. comes «οπαδός»].