λαβάργυρος
English (LSJ)
ον, A taking money, ὡρολογητής Timo 18.
German (Pape)
[Seite 1] Geld nehmend für Etwas, was man thut, Timon bei Ath. IX, 406 e.
Greek (Liddell-Scott)
λᾰβάργῠρος: -ον, (λαβεῖν) λαμβάνω χρήματα, πράττων τι διὰ χρήματα, ἀντὶ χρημάτων, Τίμων παρ’ Ἀθην. 406Ε.
Greek Monolingual
λαβάργυρος, -ον (Α)
αυτός που παίρνει χρήματα για κάτι, που κάνει κάτι με πληρωμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαβ- (πρβλ. ἔ-λαβ-ον αόρ. του λαμβάνω) + ἄργυρος (πρβλ. φιλ-άργυρος, ψευδ-άργυρος)].